προσκοπώ — έω, Α [σκοπῶ] 1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῑν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.) 3. προβλέπω 4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῑν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.) 5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος,… … Dictionary of Greek
απρόσκεπτος — ἀπρόσκεπτος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος 2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος … Dictionary of Greek
απρόσκοπος — (I) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος 2. ανεξερεύνητος, άγνωστος 3. απροσδόκητος. (II) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκόπτω] 1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει 2. άμεμπτος, αθώος 3.… … Dictionary of Greek
προσκέπτομαι — Α θεωρώ, σκέπτομαι από πριν, προσκοπῶ* … Dictionary of Greek
προσκόπησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκοπῶ] πρόβλεψη, πρόνοια … Dictionary of Greek