προσκοπῶ

προσκοπῶ
προσκόπτω
strike
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)
προσκοπέω
consider beforehand
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προσκοπέω
consider beforehand
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
προσκοπέω
consider beforehand
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
προσκοπέω
consider beforehand
pres ind act 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • προσκοπώ — έω, Α [σκοπῶ] 1. παρατηρώ, στοχάζομαι εκ τών προτέρων 2. εξετάζω καλά εκ τών προτέρων («πάντα προσκοπεῑν ὅσα λέγει τις ἢ πράσσει τις», Σοφ.) 3. προβλέπω 4. μεριμνώ, φροντίζω («μὴ παθεῑν μᾱλλον προυσκόπουν», Θουκ.) 5. παρακολουθώ ως πρόσκοπος,… …   Dictionary of Greek

  • απρόσκεπτος — ἀπρόσκεπτος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός για τον οποίο δεν έχει γίνει προηγούμενη σκέψη, απρόβλεπτος 2. μη προνοητικός, απερίσκεπτος …   Dictionary of Greek

  • απρόσκοπος — (I) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκοπώ] 1. αυτός που δεν προβλέπει, μη προορατικός, αστόχαστος 2. ανεξερεύνητος, άγνωστος 3. απροσδόκητος. (II) ἀπρόσκοπος, ον (Α) [προσκόπτω] 1. αυτός που δεν προσκόπτει, που δεν σκοντάφτει 2. άμεμπτος, αθώος 3.… …   Dictionary of Greek

  • προσκέπτομαι — Α θεωρώ, σκέπτομαι από πριν, προσκοπῶ* …   Dictionary of Greek

  • προσκόπησις — ήσεως, ἡ, Α [προσκοπῶ] πρόβλεψη, πρόνοια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”